- ἐπιθρηνεῖν
- ἐπιθρηνέωlament overpres inf act (attic epic doric)ἐπιθρηνέωlament overpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιθρηνώ — ἐπιθρηνῶ, έω (Α) 1. θρηνώ, κλαίω για κάτι και γενικά κλαίω 2. (με δοτ.) θρηνώ πάνω σε κάτι («ταῖς κεφαλαῖς ἐπιθρηνεῖν τῶν ἀνθρώπων, ὧν ἔφαγον», Γρηγ. Νύσσ.) … Dictionary of Greek